[:el]
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι μία φλεγμονώδης νόσος που προκαλεί προκαλεί άλγος, οίδημα, ακαμψία και απώλεια κινητικότητας στις αρθρώσεις. Συμβαίνει όταν το ανοσοποιητικό σύστημα, που φυσιολογικά προστατεύει το σώμα από παθογόνους μικροοργανισμούς, επιτίθεται στις μεμβράνες που επικαλύπτουν τις αρθρώσεις.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από τις άλλες αρθρίτιδες. Για παράδειγμα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα συνήθως εμφανίζεται αμφοτερόπλευρα, δηλαδή αν επηρεάζει το ένα γόνατο ή χέρι τότε κατά πάσα πιθανότητα επηρεάζει και το άλλο. Η νόσος συνήθως επηρεάζει τις αρθρώσεις του καρπού και των δακτύλων που είναι πλησιέστερα στο χέρι. Μπορεί όμως και να επηρεάσει και άλλα μέρη του σώματος εκτός των αρθρώσεων. Επιπλέον, οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να παρουσιάσουν κόπωση, παροδικά επεισόδια εμπύρετου και μειωμένη ενέργεια.
Η πορεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας μπορεί να είναι από ήπια μέχρι σοβαρή. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι χρόνια, που σημαίνει ότι διαρκεί πολύ καιρό – συχνά σε ολόκληρη τη ζωή του ασθενή. Σε πολλούς ασθενείς, μεγάλα χρονικά διαστήματα ηπίων συμπτωμάτων εναλλάσσονται με περιόδους εξάρσεων, ή περιόδους έντονης δραστηριότητας της νόσου. Σε άλλους, τα συμπτώματα εκδηλώνονται συνεχώς.
Ερευνητές εκτιμούν ότι περίπου 1,5 εκατομμύρια άτομα, ή περίπου το 0,6% του ενήλικου πληθυσμού των ΗΠΑ, πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα. Πρόσφατες έρευνες έχουν αναδείξει το γεγονός ότι αν και ο αριθμός των ηλικιωμένων με ρευματοειδή αρθρίτιδα αυξάνεται, ο συνολικός αριθμός νέων περιστατικών μειώνεται.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει όλες τις φυλές και τις εθνικές ομάδες. Αν και η νόσος συνήθως εμφανίζεται μετά τη μέση ηλικία και συχνότερα σε ηλικιωμένους, μπορεί να εμφανιστεί και σε έφηβους ή νεαρούς ενήλικες. (Τα παιδιά και οι έφηβοι μικρής ηλικίας μπορεί να διαγνωστούν με παιδική ιδιοπαθητική αρθρίτιδα, μία νόσο που σχετίζεται με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα). Όπως και οι άλλες μορφές αρθρίτιδας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει συχνότερα γυναίκες παρά άντρες. Ο αριθμός των γυναικών που πάσχουν από τη νόσο είναι σχεδόν διπλάσιος ή τριπλάσιος από τον αντίστοιχο αριθμό των αντρών.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι κυρίως μία νόσος των αρθρώσεων. Η άρθρωση είναι το σημείο όπου δύο οστά συνδέονται. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (όπως το κρανίο και η πύελος), οι αρθρώσεις επιτρέπουν την κίνηση μεταξύ των οστών και την απορρόφηση των κραδασμών από κινήσεις όπως το περπάτημα. Τα άκρα των οστών καλύπτονται από ένα σκληρό, ελαστικό ιστό που λέγεται χόνδρος. Η άρθρωση περιβάλλεται από έναν θύλακο που την προστατεύει και την υποστηρίζει. Ο αρθρικός θύλακος καλύπτεται από έναν ιστό που λέγεται αρθρικός υμένας, ο οποίος παράγει αρθρικό υγρό, μία διαφανή ουσία που λιπαίνει και τρέφει το χόνδρο και τα οστά μέσα στον αρθρικό θύλακο.
Όπως πολλές άλλες ρευματικές νόσοι, η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία αυτοάνοση νόσος, και ονομάζεται έτσι γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα που φυσιολογικά βοηθά στην προστασία του οργανισμού από λοιμώξεις και νόσους, επιτίθεται στους ιστούς των αρθρώσεων για άγνωστους λόγους. Τα λευκά αιμοσφαίρια, που είναι τα κύρια όργανα του ανοσοποιητικού συστήματος, ταξιδεύουν στον αρθρικό υμένα και προκαλούν φλεγμονή (υμενίτιδα), που χαρακτηρίζεται από θερμότητα, ερυθρότητα και οίδημα – τα τυπικά συμπτώματα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Κατά τη διάρκεια της φλεγμονής, ο φυσιολογικά λεπτός αρθρικός υμένας γίνεται σκληρός και κάνει την άρθρωση οιδηματώδη, φουσκωμένη και κάποιες φορές ζεστή στο άγγιγμα.
Στην πορεία της νόσου, ο φλεγμαίνων αρθρικός υμένας εισβάλει και καταστρέφει τον χόνδρο και το οστό της άρθρωσης. Οι περιβάλλοντες μύες, σύνδεσμοι και τένοντες που στηρίζουν και σταθεροποιούν την άρθρωση, φθίνουν και χάνουν τη λειτουργικότητά τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πόνο και αρθρική βλάβη που είναι κοινά συμπτώματα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Οι ερευνητές που ασχολούνται με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα πιστεύουν ότι οι βλάβες στα οστά ξεκινούν μέσα στα πρώτα δύο χρόνια της νόσου, επομένως η διάγνωση όσο το δυνατόν συντομότερα είναι εξαιρετικά σημαντική.
Κάποιοι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα εμφανίζουν συμπτώματα και σε άλλα μέρη του σώματος εκτός από τις αρθρώσεις. Πολλοί ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα παρουσιάζουν αναιμία, ή ελάττωση στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται λιγότερο συχνά περιλαμβάνουν πόνο στον αυχένα και ξηρότητα στόματος και οφθαλμών. Σπανιότερα, μπορεί να παρουσιαστεί φλεγμονή των αγγείων (αγγειίτιδα), των πνευμόνων (πλευρίτιδα) ή της μεμβράνης που περιβάλλει την καρδιά (περικαρδίτιδα).
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει τον κάθε ασθενή με διαφορετικό τρόπο. Κάποιοι ασθενείς πάσχουν από ήπιες ή μέτριες μορφές της νόσου, με περιόδους όπου τα συμπτώματα είναι εντονότερα (εξάρσεις), και περιόδους όπου νιώθουν καλύτερα (υφέσεις). Άλλοι πάσχουν από πιο βαριά μορφή της νόσου που είναι ενεργή σχεδόν συνέχεια, διαρκεί για πολλά χρόνια ή εφ’ όρου ζωής, και οδηγεί σε σοβαρή βλάβη των αρθρώσεων και αναπηρία.
Αν και η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι κυρίως νόσος των αρθρώσεων, τα συμπτώματά της δεν είναι μόνο σωματικά. Πολλοί ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα συχνά έχουν κι άλλα συμπτώματα όπως:
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να έχει επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές της ζωής ενός ατόμου από την εργασία μέχρι την οικογένεια. Μπορεί επίσης να σταθεί εμπόδιο στις χαρές και τις υποχρεώσεις της οικογένειας και να επηρεάσει την θέληση του ασθενή να κάνει παιδιά.
Ευτυχώς, οι πρόσφατες θεραπείες για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι αρκετά αποτελεσματικές και επιτρέπουν στους ασθενείς να έχουν μία αρκετά ενεργή και παραγωγική ζωή. Οι θεραπείες αυτές περιλαμβάνουν αναλγητικά φάρμακα, και φάρμακα που επιβραδύνουν τη βλάβη στις αρθρώσεις, ισοστάθμιση της άσκησης και της ξεκούρασης, παρακολούθηση ενημερωτικών προγραμμάτων για τη νόσο καθώς και προγράμματα στήριξης. Τελευταία, η έρευνα για τη νόσο έχει προοδεύσει αρκετά και πολλοί μηχανισμοί της ρευματοειδούς αρθρίτιδας έχουν αποσαφηνιστεί με αποτέλεσμα να ανακαλύπτονται όλο και πιο αποτελεσματικές θεραπείες.
Οι επιστήμονες δεν ξέρουν ακόμα τι είναι αυτό που κάνει το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτίθεται στους ιστούς του σώματος, αλλά η έρευνα των τελευταίων ετών έχει ξεκινήσει να αποκρυπτογραφεί τους παράγοντες που εμπλέκονται.
Αν και ακόμα δεν είναι γνωστοί όλοι οι αιτιολογικοί παράγοντες της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, ένα είναι σίγουρο: Η ρευματοειδής αρθρίτιδα οφείλεται σε παραπάνω από ένα αίτια. Η σύγχρονη έρευνα πάνω στη νόσο έχει ως στόχο να καθορίσει ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες και πως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι δύσκολο να διαγνωστεί στα πρώιμα στάδια για αρκετούς λόγους. Πρώτον, δεν υπάρχει κάποια ειδική εξέταση για τη νόσο. Επιπλέον, τα συμπτώματα διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και δεν εμφανίζονται σε όλους με την ίδια βαρύτητα. Ακόμη, τα συμπτώματα μπορεί να είναι κοινά με άλλες αρθρίτιδες, και μπορεί να χρειαστεί χρόνος μέχρι αυτές να αποκλειστούν από τη διαφορική διάγνωση. Τέλος, το πλήρες φάσμα των συμπτωμάτων αναπτύσσεται σταδιακά, έτσι στα πρώιμα στάδια μπορεί να έχουμε πολύ λίγα συμπτώματα. Σαν αποτέλεσμα, ο γιατρός χρησιμοποιεί αρκετά διαγνωστικά εργαλεία για να θέσει τη διάγνωση της νόσου:
Ιατρικό ιστορικό: Ο γιατρός ζητά από τον ασθενή να περιγράψει την πορεία των συμπτωμάτων του καθώς και πότε και πώς άρχισε η νόσος. Ο γιατρός θα ρωτήσει επίσης τον ασθενή αν πάσχει από άλλες ασθένειες αυτός ή κάποια μέλη της οικογένειάς του (οικογενειακό ιστορικό) καθώς και αν ακολουθεί κάποια φαρμακευτική αγωγή. Αυτές οι ερωτήσεις βοηθούν το γιατρό να θέσει τη διάγνωση της νόσου και να καταλάβουν σε ποιο βαθμό επηρεάζει τη ζωή του ασθενούς.
Φυσική εξέταση: Ο γιατρός θα ελέγξει τα αντανακλαστικά του ασθενούς καθώς και την μυϊκή του δύναμη. Θα εξετάσει ακόμη συγκεκριμένες αρθρώσεις και θα παρατηρήσει την ικανότητα του ασθενή να περπατά, να σκύβει και να πραγματοποιεί κινήσεις στην καθημερινότητά του. Θα ελέγξει επίσης το δέρμα για εξανθήματα και θα ακροαστεί τους πνεύμονες για σημεία που θα υποδεικνύουν φλεγμονή.
Εργαστηριακές εξετάσεις: Ένα σύνολο εργαστηριακών εξετάσεων μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Κάποιες από αυτές που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι:
Ακτίνες-Χ: Η ακτινογραφία με ακτίνες Χ χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί η έκταση της βλάβης των αρθρώσεων. Δεν έχει κάποια χρησιμότητα στα πρώιμα στάδια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας όπου οι βλάβες στα οστά δεν είναι ακόμα εμφανείς. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκλείσει άλλα αίτια πόνου στις αρθρώσεις. Αργότερα, χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί η πορεία της νόσου.
Οι γιατροί χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους για την θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Αυτές μεταβάλλονται ανάλογα με την πορεία της νόσου και είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κάθε ασθενή. Ανεξαρτήτως της θεραπείας που θα επιλέξει ο γιατρός πάντως, οι στόχοι είναι πάντα οι ίδιοι: η ανακούφιση από τον πόνο, η μείωση της φλεγμονής, η επιβράδυνση του βαθμού καταστροφής των αρθρικών επιφανειών και γενικά η βελτίωση της ψυχικής υγείας του ασθενούς.
Η σωστή επικοινωνία μεταξύ γιατρού και ασθενούς είναι ουσιώδης προκειμένου να επιλεχθεί το σωστό θεραπευτικό πλάνο. Ο γιατρός αν είναι σωστά ενημερωμένος από τον ασθενή μπορεί να χορηγήσει τη σωστή ποσότητα φαρμάκων, να συστήσει σωστούς τρόπους διαχείρισης του πόνου και να συμβουλεύσει αν μία χειρουργική επέμβαση κρίνεται απαραίτητη.
Κάποιες δραστηριότητες μπορούν να βελτιώσουν την ικανότητα του ασθενούς να λειτουργεί από μόνος του και να διατηρεί μια καλή ψυχολογική κατάσταση.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα παίρνουν φάρμακα. Κάποια φάρμακα (τα αναλγητικά) χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση από τον πόνο, άλλα, όπως τα κορτικοστεροειδή και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ) έχουν ως σκοπό τον περιορισμό της φλεγμονής. Τα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά (DMARDs), χρησιμοποιούνται για να επιβραδύνουν την πορεία της νόσου. Κοινά DMARDs είναι η υδροξυχλωροκίνη, η λεφλουνομίδη, η μεθοτρεξάτη και η σουλφασαλαζίνη. Άλλα DMARDs – οι τροποποιητές της βιολογικής απάντησης – χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με προχωρημένη μορφή της νόσου. Αυτά είναι γενετικά φάρμακα που βοηθούν στη μείωση της φλεγμονής και της δομικής βλάβης στις αρθρώσεις διακόπτοντας την αλληλουχία γεγονότων που οδηγούν στην εμφάνιση φλεγμονής. Σήμερα, διάφοροι τροποποιητές βιολογικής απόκρισης έχουν εγκριθεί για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, όπως η αμπατασέπτη, η αδαλιμουμάμπη, το ανακίνρα, η κερτολιζουμάμπη, η ετανερσέπτη, η γολιμουμάμπη, η ινφλιξιμάμπη, η ριτουξιμάμπη και η τοσιλιζουμάμπη.
Ένα άλλο DMARD, το Tofacitinib, καταπολεμά τη φλεγμονή από το εσωτερικό του κυττάρου σε άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Για πολλά χρόνια, οι γιατροί αρχικά χορηγούσαν ασπιρίνη ή άλλα αναλγητικά φάρμακα για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, και έδιναν πιο δυνατά φάρμακα μόνο όταν η νόσος παρουσίαζε σοβαρή επιδείνωση. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η προσέγγιση στη θεραπεία έχει αλλάξει καθώς διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι η θεραπεία με δυνατά φάρμακα όσο το δυνατόν νωρίτερα έχει καλύτερα αποτελέσματα στη μείωση ή αντιμετώπιση της αρθρικής βλάβης. Οι ασθενείς με συμπτώματα ρευματοειδούς αρθρίτιδας που επιμένουν πρέπει να επισκεφθούν ένα γιατρό με εξειδίκευση στη νόσο και τη θεραπεία της προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο σοβαρής αρθρικής βλάβης.
Πολλά από τα φάρμακα που επιβραδύνουν την εξέλιξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, το επιτυγχάνουν μειώνοντας την φλεγμονή που είναι η αιτία του πόνου και της αρθρικής βλάβης. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, η φλεγμονή είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί ο οργανισμός για τη διατήρηση της υγείας, όπως για την καταπολέμηση κάποιας λοίμωξης ή για να επιβραδύνει την εξάπλωση ενός όγκου. Το μέγεθος του κινδύνου από τη θεραπεία είναι δύσκολο να υπολογιστεί, επειδή διάφορες λοιμώξεις ή καρκίνος εμφανίζονται συχνότερα σε ασθενείς από ρευματοειδή αρθρίτιδα που δεν λαμβάνουν θεραπεία παρά σε υγιή άτομα.
Κάποιες εγχειρήσεις συνίστανται σε ασθενείς με σοβαρή αρθρική βλάβη. Ο πρωταρχικός στόχος αυτών των επεμβάσεων είναι να μειωθεί ο πόνος, να βελτιωθεί η κινητικότητα των αρθρώσεων, και να βελτιώσουν την ικανότητα του ασθενεί να επιτελεί τις καθημερινές του ανάγκες. Η χειρουργική επέμβαση ωστόσο δεν ενδείκνυται για όλους τους ασθενείς και η απόφαση πρέπει να ληφθεί μόνο μετά από συνεννόηση με το γιατρό. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη η συνολική υγεία του ασθενούς, η κατάσταση της άρθρωσης που θα εγχειριστεί καθώς και οι κίνδυνοι και τα οφέλη της χειρουργικής επέμβασης.
Η τακτική ιατρική περίθαλψη είναι σημαντική για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου και την προσαρμογή της φαρμακευτικής θεραπείας όπου χρειάζεται. Η παρακολούθηση συνήθως περιλαμβάνει τακτικές επισκέψεις στο γιατρό. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει εξετάσεις αίματος, ούρων ή άλλες εργαστηριακές εξετάσεις και ακτινογραφίες.
Οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα πρέπει να συζητήσουν και την πρόληψη της οστεοπόρωσης με το γιατρό τους σαν κομμάτι της συνεχούς, μακροχρόνιας θεραπείας. Η οστεοπόρωση είναι μία νόσος στην οποία τα οστά αποδυναμώνονται και γίνονται εύθραυστα. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες, ειδικά αν παίρνουν κορτικοστεροειδή. Αυτοί οι ασθενείς είναι σκόπιμο να συζητήσουν με το γιατρό τους το πιθανό όφελος από συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D ή άλλες θεραπείες για την οστεοπόρωση.
Εναλλακτικές και συμπληρωματικές θεραπείες: Ειδικές δίαιτες, συμπληρώματα βιταμινών και άλλες εναλλακτικές θεραπείες έχουν προταθεί για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι κάποιες από αυτές, όπως τα ιχθυέλαια, μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση της αρθρικής φλεγμονής. Για τις περισσότερες άλλες εναλλακτικές θεραπείες οι έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική βελτίωση.
Όπως και με κάθε άλλη θεραπεία, οι ασθενείς πρέπει να συζητούν με το γιατρό τους πριν ξεκινήσουν κάποια εναλλακτική θεραπεία. Αν ο γιατρός εκτιμήσει ότι θα υπάρξει κάποια βελτίωση από τη θεραπεία και δεν θα είναι επιβλαβής, μπορεί να ενταχθεί στη θεραπευτική αγωγή του ασθενούς.
Στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας μπορεί να εμπλέκονται παραπάνω από μία ειδικότητες.
Ο κύριος γιατρός για τη θεραπεία της αρθρίτιδας μπορεί να είναι ένας παθολόγος, ένας γιατρός που ειδικεύεται στη διάγνωση και θεραπεία ενηλίκων ασθενών, ή ένας ρευματολόγος, ένας γιατρός που ειδικεύεται στην αρθρίτιδα και άλλες ασθένειες των οστών, των αρθρώσεων και των μυών.
Καθώς η θεραπεία προχωρεί, και άλλοι επαγγελματίες υγείας μπορεί να βοηθήσουν. Αυτοί μπορεί να είναι:
Αν και οι γιατροί μπορούν να χορηγήσουν ή να συστήσουν διάφορες θεραπείες για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, ο ίδιος ο ασθενής πρέπει μόνος του να βρει τον τρόπο να ζει καλά με τη νόσο. Η έρευνα έχει δείξει ότι οι ασθενείς που εμπλέκονται ενεργά στη θεραπεία τους, βιώνουν λιγότερο πόνο και επισκέπτονται το γιατρό λιγότερο συχνά. Απολαμβάνουν επίσης μία καλή ποιότητα ζωής.
Διάφορα προγράμματα αυτοδιαχείρισης μπορούν να ενημερώσουν τον ασθενή για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και τις θεραπείες της, την άσκηση και τις τεχνικές χαλάρωσης, την επικοινωνία μεταξύ ασθενή και γιατρού, και γενικότερα την επίλυση προβλημάτων σχετιζόμενων με τη νόσο. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι αυτά τα προγράμματα βοηθούν τον ασθενή:
Τις τελευταίες δεκαετίες, η έρευνα έχει αυξήσει σημαντικά την γνώση μας για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, του γονιδιώματος και της βιολογίας. Η έρευνα τώρα έχει σημαντικά αποτελέσματα σε αρκετά κομμάτια που αφορούν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Οι επιστήμονες ανακαλύπτουν καινούρια στοιχεία για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα που ήταν άγνωστα πριν χρόνια.
Τις τελευταίες δεκαετίες, διάφοροι ερευνητές έχουν εντοπίσει αρκετούς γενετικούς παράγοντες που θεωρούνται προδιαθεσικοί για την ανάπτυξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, καθώς και κάποιους παράγοντες που συνδέονται με τη βαρύτητα της νόσου. Έχει επιβεβαιωθεί ότι παραπάνω από ένα γονίδια εμπλέκονται στην εμφάνιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας καθώς και στην βαρύτητά της.
Μία διεθνής ερευνητική ομάδα έχει αποκρυπτογραφήσει μία σειρά περιοχών στο ανθρώπινο γονιδίωμα που συνδέονται με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και διαπίστωσε ότι πολλές από αυτές είναι ήδη στόχοι φαρμάκων για άλλες νόσους. Τα ευρήματα πάντως ανοίγουν νέες προοπτικές για τη θεραπεία της νόσου.
Η έρευνα σήμερα επικεντρώνεται στην διερεύνηση της πιθανής εμπλοκής της φυσιολογικής μικροχλωρίδας του ανθρώπου στην εμφάνιση της νόσου. Κάποιοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η παρουσία ενός εντερικού βακτηρίου συνδέεται με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα σε νεοδιαγνωσμένους ασθενείς που δεν έχουν λάβει θεραπεία. Το εύρημα αυτό συνιστά πιθανή εμπλοκή του βακτηρίου στην εμφάνιση της νόσου.
Οι ερευνητές μελετούν την φυσική πορεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας σε παιδιά και ενήλικες σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν πώς εξελίσσεται η νόσος και τι επιπτώσεις έχει στην υγεία του ασθενούς.
Ερευνάται επίσης αν οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που βρίσκονται σε ύφεση επειδή κάνουν θεραπεία με αναστολείς του TNF-α, μπορούν να παραμείνουν σε ύφεση μετά τη διακοπή της θεραπείας. Επιπλέον, προσπαθούν να ανιχνευθούν οι παράγοντες που προκαλούν έξαρση στους ίδιους ασθενείς.
Οι επιστήμονες συνεχίζουν να ερευνούν τις μοριακές βάσεις της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και να αναπτύσσουν τεστ που μπορούν να διαγνώσουν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα πρώιμα καθώς και να καθορίσουν ποια είναι η μορφή θεραπείας που ενδείκνυται για κάθε ασθενή.
Οι ερευνητές ταυτοποιούν συνεχώς καινούρια μόρια που εμπλέκονται στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και επομένως είναι πιθανοί στόχοι για νέα φάρμακα. Η πορεία από την ταυτοποίηση ενός τέτοιου μορίου ως την ανάπτυξη ενός φαρμάκου που το στοχεύει είναι μακροχρόνια και αρκετά δύσκολη. Ευτυχώς, στις ημέρες μας, αυτή η διαδικασία έχει επισπευθεί και έχουν εμφανιστεί καινούρια φάρμακα που μειώνουν τα συμπτώματα και τις βλάβες στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Η έρευνα, ωστόσο, συνεχίζεται με σκοπό να προτείνει περισσότερα υποψήφια φάρμακα, με την ελπίδα ότι θα έχουν λιγότερες παρενέργειες και θα θεραπεύουν ένα ευρύτερο φάσμα ασθενών.
Πηγή: https://pathologia.eu/anosologia/%cf%81%ce%b5%cf%85%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%b5%ce%b9%ce%b4%ce%ae%cf%82-%ce%b1%cf%81%ce%b8%cf%81%ce%af%cf%84%ce%b9%ce%b4%ce%b1/[:]