[:el]
Το ρίζωμα του Κουρκουμά (Curcuma longa L.) έχει έντονα λαμπρό πορτοκαλοκίτρινο χρώμα το οποίο οφείλεται κυρίως σε λιποδιαλυτές πολυφαινολικές χρωστικές ουσίες που ονομάζονται κουρκουμινοειδή. Το βασικότερο κουρκουμινοειδές του κουρκουμά λέγεται Κουρκουμίνη (σε ποσοστό 95% κατά βάρος σε σχέση με τα υπόλοιπα Κουρκουμινοειδή), άρα η κουρκουμίνη είναι το κύριο και δραστικότερο συστατικό του κουρκουμά, το οποίο καταλαμβάνει όμως ΜΟΝΟ το 2-8% των περισσοτέρων σκευασμάτων (προϊόντων) εμπορίου του Κουρκουμά.
Αυτή η πολυφαινολική ένωση λόγω μιας ποικιλίας βιολογικών δραστηριοτήτων έχει κερδίσει σημαντική προσοχή από τις έρευνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια η κουρκουμίνη, που είναι μια φυσική χρωστική και αρωματική ουσία και απομονώνεται με εκχύλιση από τις ρίζες και τους μίσχους του τροπικού φυτού, έχει προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον από την επιστημονική κοινότητα, με πάνω από 6,000 δημοσιεύσεις να πραγματοποιούνται τα τελευταία 20 χρόνια.
Το ενδιαφέρον αυτό επιβεβαιώνει τα όσα η Ασιατική Ιατρική γνωρίζει εδώ και αιώνες: οτι δηλαδή η Κουρκουμίνη κατέχει πλήθος θεραπευτικών ιδιοτήτων και μεταξύ άλλων αντιφλεγμονώδη, αντιοξειδωτική, νευροπροστατευτική και αντικαρκινική δράση που θα μελετήσουμε πολύ αναλυτικά παρακάτω.
Πολύ σημαντική γνώση για να εξηγηθούν τα παρακάτω είναι ότι, η κουρκουμίνη ΔΕΝ είναι τοξική για τους ανθρώπους ακόμα και όταν λαμβάνεται σε μεγάλες δόσεις, αντίθετα με τον κουρκουμά. Γι’ αυτό το ανώτατο επιτρεπτό όριο καθημερινής λήψης για την Κουρκουμίνη είναι μέχρι 1mg ανά κιλό σωματικού βάρους (δηλ. για έναν άνθρωπο 70 κιλών επιτρέπονται έως και 70mg/ημερησίως κουρκουμίνης), ενώ για τον κουρκουμά επιτρέπεται μόνο μέχρι 0.3mg/kg σώματος (δηλαδή έως και 21mg/ημερησίως αντίστοιχα με παραπάνω). Ο ΠΟΥ (Παγκόσμιος οργανισμός υγείας) δηλώνει την αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη κουρκουμίνης ως πρόσθετο τροφίμων σε 0-3 mg/kg.
Πολύ σημαντική σημείωση εδώ είναι ότι η φυσική και ακατέργαστη κουρκουμίνη ΔΕΝ διαλύεται στο νερό ! Αυτό κάνει αδύνατη την απορρόφηση της κουρκουμίνης δια της συνηθισμένης διαδικασίας επεξεργασίας των τροφών από το πεπτικό μας σύστημα. Ωστόσο είναι διαλυτή σε πολικούς και μη πολικούς οργανικούς διαλύτες, όπως και σε αλκάλια ή σε εξαιρετικά όξινους διαλύτες όπως παγόμορφο οξικό οξύ ( στη βιομηχανία τροφίμων ως πρόσθετο με τον κωδικό E260, ως ρυθμιστής οξύτητας και ως καρύκευμα).
Το πρόβλημα γενικά με την κλινική εφαρμογή της πολλά υποσχόμενης κουρκουμίνης είναι ότι αυτή βρίσκει εμπόδια στη θεραπευτική εξαιτίας της πτωχής απορρόφησής της από το έντερο. Aυτός είναι ο λόγος της χαμηλής συγκέντρωσής της στο πλάσμα του αίματος και στους ιστούς καθώς και η γρήγορη απομάκρυνσή της από το σώμα.
Διαδικασία Επεξεργασίας HGC-C® κατάφερε πλέον και πετυχαίνει ώστε η κουρκουμίνη να είναι πλήρως υδροδιαλυτή και ανεπηρέαστη από το pH των γαστρικών υγρών (άρα δεν βιοδιασπάται στο στομάχι και ‘προχωρά’ στο έντερο). Η πατέντα αυτή προάγει την χορήγηση από το στόμα σε μορφή Τζελ, και για έναν ακόμη λόγο: σημαντική ποσότητα κουρκουμίνης απορροφάται απευθείας από τον βλεννογόνο του στόματος πριν ακόμη περάσει σε διαδικασία πέψης στο στομάχι και βιοδιάσπασης στο έντερο.
Γράφει :
Νικολέτα Χατζηπαπά
Msc Διαιτολόγος- Διατροφολόγος
PhD Candidate[:]